δέξατ'

δέξατ'
δέξατο , δέχομαι
take
aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
δέξατε , δείκνυμι
bring to light
aor imperat act 2nd pl (ionic)
δέξατο , δείκνυμι
bring to light
aor ind mid 3rd sg (ionic)
δέξατε , δείκνυμι
bring to light
aor ind act 2nd pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”